Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

ΙΘΑΚΗ του Χάρη Σιαπουτή


Σαν βγεις από το σπίτι σου να περπατήσεις
να εύχεσαι ναν καθαρός ο δρόμος,
γεμάτος κόσμο, γεμάτος γέλια και χαρές.
Τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια,
τους ξαπόλυτους σκύλους μη φοβάσαι,
τέτοια στα πεζοδρόμια ποτέ σου δε θα δεις,
αν κάνεις πως δεν τα βλέπεις,
αν εκλεκτή γυμναστική το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια,
τους άγριους σκύλους δε θα συναντήσεις,
αν δεν τα λατρεύεις με την ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τα στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι ναν καθαρός ο δρόμος,.
Πολλά τα καθημερινά πρωιά να είναι
που με τι ευ-Χαρης-τηση, με τι χαρά,
θα ανεβοκατεβαίνεις στα πεζοδρόμια,
θα σταματάς σε φυτεμένα δέντρα
και τες καλές πραγμάτειες θ’ απολαύσεις,
μικρά και στενά περάσματα, λακκούβες και πηδήματα
και κόπρανα σκύλων κάθε λογής,
όσο μπορείς  πιο άφθονα κόπρανα σκύλων.
Σε περιοχές πολλές της Λεμεσού να πας,
να δεις και να φρίξεις απ’ τους ντόπιους.

Πάντα στον νου σου να ‘χεις το Περπάτημα.
Η καλυτέρευση της υγείας σου ειν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις τον εαυτό σου καθόλου.
Καλλίτερα ώρες πολλές να διαρκέσει
και πτώμα πια ν’ αράξεις στο σπίτι,
πλούσιος απ’ τα νεύρα που κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει το Περπάτημα.

Το Περπάτημα σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτό δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχικό το βρεις, το Περπάτημα δεν σε γέλασε.
Έτσι βλάκες που ‘μαστε, με τόση αναισθησία,

ήδη θα το κατάλαβες τα Περπατήματα στην Κύπρο τι σημαίνουν.


















Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

ΔΙΣΤΙΧΑ...του facebook, No 9

Σημ. Τα πιο κάτω αποτελούν σχόλια  μου σε αναρτήσεις φίλων στο facebook

Όπως θωρώ τζιαι βλέπω σε, εννά τους φάεις ούλλους,
 τους τσιαττιστάες, ποιητές εννά τους κάμεις δούλους. 

Μα σήμερα θα βλέπετε; Θα έχει πια γεράσει
τζιαι κάποιον άλλον θ’ αγαπά, θα σ’ έχει ξεπεράσει.

Λαλούσιν εγκεφαλικά άμα σκεφτείς φιλούιν,
μπορεί να υλοποιηθεί, καλόν μου κοπελλούιν.

Πολλά μπορεί ο άνθρωπος, Σήφη, να καταφέρει
τζιαι το φαΐ τζιαι το πιοτό ποσώς σ’ ενδιαφέρει.
Λλίες ελιές, λλίον ψουμί να είχαν οι κουμπάροι,
κανένα σας δεν  ημπορεί ο Χάρος, για να πάρει.

Ποιος σου 'πε, φίλε μου, εσέ να τρέξεις, να βουρήσεις
τζι' ανοίχτηκες στον έρωτα χωρίς να τον ζυγήσεις;
 Ψάξε να βρεις μια σύντροφο, πρώτα να αγαπήσεις
 τζι' ύστερα ερωτεύεσαι, αν θες να ξαναζήσεις.

Πού κρύφτην ο κουμπάρος σου, ο τσιαττιστής, ο μέγας,
ύμνον να έγραφε για σε, της ομορφιάς το τέρας;
Να δει το βλέμμα των μαθκιών, το χρώμα των χειλιών σου,
το σχήμα του προσώπου σου, την λάμψη των μαλλιών σου.
Άφηκε με εμένανε, τον δευτεροκλασάτον,
για να παιδεύκουμε δαμέ, λες τζι’ είδα μαύρον γάτον.

Όπως σε βλέπω, φίλε μου, ποττέ εθ θα πεινάσεις,
 πουλάς κανέναν πίνακα της ανωτέρω κλάσης.

Να έρτεις Λεμεσό εσού, εγιώ να σε κεράσω,
στην πόλη που 'ναι του γλεντιού μέχρι να πάεις πάσο.

Έφυα τζιαι με γύρευκες, δεν ήμουνα στο σπίτι,
εφκήκα με την σύζυγον, πέταξα σαν σπουργίτι.

Πολλά καλά εν που τα λες, φίλε μου, Θεοδώρου.
Εσφάξαν μας, εγκτάραν μας τζιαι θύματα του φόρου.
Μας μείνανε τα όνειρα, μόνο που δεν χορταίνεις.
Χωρίς μισθόν, χωρίς λεφτά, στα ίδια πάντα μένεις.

Ήθελα να ‘ξερα εγιώ, ποιος είναι που τα στέλλει,
που θέλει στην καρδούλα σου, να σου καρφώσει βέλη.

Ποιος εν τούτος ο άριστος που 'ρτεν να σε τρομάξει;
 Επήρε σε για άλογο, που δεν σέρνει αμάξι;
Το άλογο σου τ' οδηγείς, ξέρεις τζιαι που το πάεις,
τζι' ο φίλος σου εν να καεί, σαν εν να μπει ο Μάης.

Τι το 'θελες τζι' υπόγραψες απάνω εις το στήθος
τζιαι χάλασες του’ν το κορμί, που 'ναι σφιχτό σαν λίθος;

Εις το σφυρί την έβγαλες, δεν σου ανήκει πλέον,
μαζί της σαν συνευρεθώ, θα ‘χω πολλά να λέω.

Σαν πάρω ‘γιώ τα νιάτα της, την γλύκα του κορμιού της,
οι τελευταίοι θα ‘στε ‘σεις γραμμένοι μες στον νουν της.

Μαθήματα ανάλυσης, αν θέλεις να σου κάμω,
στο νόημαν των λόγων μου, αφού ‘ππεσεν σου χάμω.
Το πάθος το ερωτικό, το έντονο το πάθος,
ανατολίτη μ’ έκανε, μα ‘σού έσιεις το λάθος.

Έπρεπε να ' σουν πρόσφυγας, να δεις τι γλύκα θα 'χει,
 σπίτι να μην έχεις ποτέ, να είσαι όπου λάχει.

Έρωτας είναι αληθινός, που φούντωσεν τζιαι πάει,
που ανεβαίνει στα ψηλά τζιαι πίσω δεν κοιτάει.

Σαν πάρω ‘γιω τα νιάτα της, ας κάμει ό,τι νομίζει,
μα ξέρε, το παλιό κρασί, πολλές φορές, ξυνίζει.

Όπου να ‘ ναι ξημερώνει, πήαινε να τζιοιμηθείς,
τζιαι το ποιος θα την κερδίσει, θα το δεις σαν σηκωθείς.

Τα χρόνια δεν σε φάγανε, πολλά μπορείς ν’ αλλάξεις,
ξεχνώντας πρώτα τα παλιά, ύστερα θα πετάξεις.

Λαλώ τζιαι 'γιώ είντα βρωμεί τζιαι είντα μου μυρίζει,

 που τα σιεσιοτσαττίσματα το φέισπουκ βρωμίζει.