Η ζυγαριά μου μ’ έδειξε στα εκατόν κιλά,
στον Μώλο θενά περπατήσω να γίνω πιο καλά.
Τι κι αν πήγες ή δεν πήγες...εγώ σε περπατάω
τζι’ αν εις τον Μώλο θες να ‘ρθεις, ξύπνα! Εσέ ρωτάω.
Στον Μώλον έχει όμορφες, αλλοδαπές τζιαι ντόπιες,
όχι του Costa οι κοπελιές που είναι σκέτες κόπιες.
Στον Μώλον εν να βρίσκομαι να περπατώ μονάχος
τζι’ όταν τ’ αποφασίσετε, ελάτε δίχως άγχος.
Στον Μώλον τώρα περπατώ, μονάχος μου πηγαίνω
και μες στην θάλασσα συχνά, νομίζω, μπαίνω-βγαίνω.
Οι μετανάστες που πολλούς εν που κατηγορούνται,
μα της πατρίδας τις χαρές δεν τις αποποιούνται.
Τους βλέπω πως κοιτάζουνε στον Μώλον τα καράβια,
την νοσταλγία τους θωρώ στα μάτια τους τα άδεια,
τον πόθον πο ’χουν στην καρδιά, τονε αναγνωρίζω,
την τύχη τους την άδικη εγώ δεν την ορίζω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου