Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

ΤΑ ΤΣΙΑΤΤΙΣΤΑ...ΤΗΣ ΚΟΝΤΡΑΣ, Νο 6


Σημ. Η... κόντρα ξεκίνησε στο Facebook  από αυτά, 
που έγραψα πιο κάτω για τη Μόρφου:

Βλέπω τους τόπους μας, πονώ, η Μόρφου σκλαβωμένη
σαράντα χρόνους η ψυσ’ιή  έμεινε ραϊσμένη.
Άλλαξαν τζιαι το όνομα, Όμορφη Γη (Guzelyurt) την λένε,
μα οι Μορφίτες μακριά πονούνε μα τζιαι κλαίνε.
Κάθονται μες στα σπίθκια μας, πηαίνουν στα σκολειά μας,
παίζουν, χορεύκουν, τραγουδούν, μοιράζουν την καρκιά μας.
Ήθελα να ‘μουνα τζιαμέ, ν’ ακούω τι τους λένε,
βουρκώσαν τα ματάκια μου, τα πάντα μέσα κλαίνε.
Ακόμα τζιαι το φεστιβάλ το πήραν, τ’ αλλοιώσαν.
Κατάρες βάζω κάμποσες, σ’ αυτούς που μας προδώσαν.
                                                      (Χάρης)

Ετούρζιαιψεν ο τόπος μας τζιαι γίνει παναϋριν,
να πάσει πόθεν ήρτασιν εν κάμνουσιν χαϊριν,
να πιάσουν τες μαντήλες τους, τες βράκες, τες σωβράκες,
να πάν’ ποτζιεί που ήρτασιν που της Τουρτζιάς τες στράτες.
                                                           (Γιούλη)

Αρώτησα σε να μου πεις αν εν δικό σου τζιείνο
 τζιαι πέμπεις με στον Σιαπουτή να φάω ‘γιώ το ξύλο;
                                                           (Ντίνος)

Αφού εν δικό σου Γιούλη τότε θα κάνω πίσω,
τζι’ όσα τζι’ αν έχω τσιαττιστά εγιώ εν να τα σβήσω.
                                                         (Χάρης)

 Κράτα τα ούλλα, Χάρη μου, τζιαι μάθε τα που έξω,
γιατί κάμνω προπόνησην εγιώνι να σε ρέξω.
                                                        (Γιούλη)

Είναι χαρά του δάσκαλου σαν βγάζει μαθητάδες,
 που ξεπερνούν τον δάσκαλον τζιαι δεν είναι λαπάδες.
Έσιεις ταλέντον άφθονον, Γιούλη να συνεχίσεις
τζι' όπως το βλέπω σίουρα σε λλίον θα με σχίσεις.
                                                          (Χάρης)

 Τούτα που γράφεις, Χάρη μου, αν θέλεις, φύλαξέ τα.
Στου Μόρφου μες στο Φεστιβάλ έφκα ομπρός μου πέτα.
Να δεις ποιος εν ο μάστρος σου τζιαι ποιος έσσιει τη χάρη.
Να σου χαρίσω εν μπορώ, τζι’ ας σε λαλούν τζιαι Χάρη!
Μ’ αν τύχει τζιαι κερδίσεις με, θκιώ σου τζιαι το βραβείο,
θκυο πόμπες που του Πόμπατζιη το ζαχαροπλαστείο!
                                                          (Κώστας)
                                                                          
Εν τζι’ είμαι ‘γιωνι τσιαττιστής που για τα παναϋρκα,
όξα τα λόγια μου θωρείς ωσάν να ‘ ναι κοτσίρκα.
Τα ‘χω φυλάξει που τσιαιρόν, θα βκάλω τζιαι βιβλίον,
να τ’ αναλύουν μαθητές στις τάξεις, στο σχολείον.
Το ξέρω πως θα λυπηθείς, μ’ αυτά που σου ‘χω γράψει,
γι’ αυτό τζιερνώ σου σιάμισιη, η θλίψη σου να πάψει,
σαν τούτα που ‘τρωα παλιά μαζί με τους λοκμάδες,
εν του Αζά που εννοώ• τζιερνώ σου δωδεκάδες.
                                                               (Χάρης)

Τα παλλικάρκα της φατζής παίζεται μου τζ'οι δκυό σας
 αλλά νομίζω εν να βρεθεί για σας ο μάστορος σας.
                                                         (Χρυστάλλα)

Καλώς την καλωσόρισε την άσπρη περιστέρα,
που επετάχτη ξαφνικά, για να μας κάνει πέρα.
Χαρκέται εν να λυπηθώ, γιατί ‘ναι μια γυναίκα,
μα που να ξέρει πως εγιώ, τα βάλλω μ’ άλλους δέκα.
                                                             (Χάρης)

Καλή ‘σαι για τον Πειραιά, τον Ολυμπιακό σου,
τζιαι μείνε μες στο σπίτι σου, μέσα στον ηλιακό σου.
Μεν πεταχτείς μα τον Θεόν ωσάν τον Μήτρογλο σου
τζι’ άφησ’ μας μόνους μας εμάς, αν έχεις τον θεό σου.                                                                                                                                                                   (Χάρης)

Χάρη μου έγινε χαμός μες το Καραϊσκάκη
Να ζήσει ο πορτάρης μας, ένει πολλά μαγκάκι!
Εγλύτωσεν τον Θρύλο μας, έσωσεν την Ομάδαν
τζιαι μπήκαμεν τωρά τζιαι ‘μεις μες στην 16ξάδαν.
                                                         (Γιούλη)

Μπράβο εις τον πορτάρη σας, μπράβο τζιαι στην ομάδα,
τιμήσατε πραγματικά ολόκληρη Ελλάδα.
                                                           (Χάρης)

Χάρη, εν εκατάλαβες καλά, σαν να τζιαι πρόσβαλά σε
τζι’ αν είσαι μάστρος σαν λαλείς, πάντα να αθθυμάσαι
πως έσσιει τζιαι καλλύττερους μάστρους μες στο χωρκό σου.
Τζι’ όι να μου χουμίζεσαι πως είσαι μανιχός σου.
Όσο για τζιειν τα σιάμισσι, να μεν με καλοπιάννεις.
Φά τα εσού που έν έσιεις δόντια, για να δακκάννεις!
Τζιαι μεν τα παίρνεις σοβαρά, κάμνουμε λλίον χάζι,
άμα παλεύκεις πιο πολλά, το τσιαττιστό σου σάζει
                                                          (Κώστας)

Εν τζι’ είμαι μάστρος στο χωρκόν, είμαι της Κύπρου όλης,
σταμάτα πιον να απαντάς, γίνε παλαιοπώλης.
Τζιαι για τα δόντια που λαλείς, κανένα δεν μου λείπει
έβαλα εμφυτεύματα, δόντια ποχούν οι ίπποι.
Τ’ αθάσια σπάζω με αυτά, Κώστα μου, να το ξέρεις
τζιαι που τον νου σου βκάλε το, εσύ πως θα με «δέρεις».
Τζιαι μεν μου σιαίρεσαι πολλά, που ‘σιεις καλή κουμπάρα,
τα like που σου έκαμεν, αξίζουν μια δεκάρα.
                                                           (Χάρης)

Χάρη επολλολόησες,, κάτσε χαμαί την μάππα,
εν να σου δώκω να κρατάς τον κούσπο τζιαι την τσάππα.
Τζι’ εν να σε πέψω Μιτσερό, να μάθεις να τσαππίζεις,
γιατί μιτά μου, ρε μιτσή, εν μπόρεις να τσιαττίζεις.
Θέλεις ψουμιά να φας πολλά τζι’ άλλα πολλά να πάθεις,
για νά ’ρτεις εις το ύψος μου πρέπει πολλά να μάθεις
Εγιώ είμαι ο μάστρος σου… Εσού ’σαι τσιουράκκούι.
Εγιώ κρατώ ένα σπαθί τζι’ εσούνι το τσιακκούι!
Τζι’ αν θέλεις να παλέψουμε, χάζι πολλύν εν πό’ σιει
Που κάτω που το φορτηγόν εν να γενείς αντρόσσι!
                                                          (Κώστας)

Τι το ‘θελες να πεταχτείς, Κώστα μου μες την μέση;
Ποιος είσαι ‘σούνι τελικά; Των τσιαττιστών ο Μέσι;
Μεν μου ξαμώνεσαι πολλά τζιαι κράτα λλίον μέτρο,
τα τσιαττιστά δεν θ’ αρνηθώ, δεν μοιάζω με τον Πέτρο.
Αν θέλεις, γράφε σπίτι σου, για σένα να τσιαττίζεις
τζι’ όχι μέσα στο facebook, για να μας εκνευρίζεις.
Τον ‘’πόλεμο’’ που άρκεψες, πρώτος να σταματήσεις
τζιαι σου συστήνω, φίλε μου, τα τσιαττιστά ν’ αφήσεις,
μεν πεταχτούσιν ξαφνικά η Γιούλη τζι’ η Χρυστάλλα
τζιαι τσιαττιστομουντάρουν σε, οι φίλες κατά τ’ άλλα.
Τζι΄ αλίμονο σου αν πεταχτεί που δίπλα ο Θεοδώρου
για ο Χατζηκυριάκου μου τζιαι βάλουν σε του βούρου.
                                                           (Χάρης)

Οι δάσκαλοι οι αθκιανοί εβάλαν άπου ρέξει
τζιαι δκυο γαδάρων άσιερα χωρίζουν ωs να φέξει.
Παιδκιά επιφυλάσσομαι για άλλη μια ημέρα,
να ακονίσω τα σπαθκιά τζιαι να σας κάνω πέρα.
                                                         (Χρυστάλλα)

Ο Σιαπουτής τζιαι ο Σπυρής, τραβήξαν τα μασιέρκα,
 ενόμιζα επέζασιν, μα εν ε χωραττεύκαν
τζιαι γαίμαν άφτονο θωρώ να τρέσιει ομπροστά μας
η Γιούλη μας, η Λάτεια, Τασούλλα τζιαι Χρυστάλλα,
α που τον φόο που ννάχουσιν θα φύουν μακρυά μας!
                                                             (Ντίνος)


Θα σου το πω γιατ’ εκτιμώ πολλά το γράψιμό σου.
 Εμπήκα τζι΄είδα νακκουρίν μες στο λοαρκασμό σου,
τζι’ εν να σου δώκω συμβουλήν σαν μεαλλύτερός σου.
 Να μεν σου κακοφαίνεται τζι’ ήρεμα να τσιαττίζεις.
Πάντα σου τον καλλύτερον μάθε να ξεχωρίζεις.
                                                          (Κώστας)

Είσαι πολλά εγωιστής, ποιος είσαι τελοσπάντων,
μ’ ορμήνιες τζιαι με συμβουλές, μου λες, εσούνι κάν’ το.
Μιτσιά είναι τα μάτια μου, δες τες φωτογραφίες,
μιτσής ήταν τζιαι ο Δαβίδ, ξέρεις που ιστορίες,
πως σκότωσε τον Γολιάθ μόνο με την σφεντόνα.
Σταμάτα, αν θέλεις, δαχαμέ, πριν να σου πω αλλόνα.

                                                           (Χάρης)

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

ΔΙΣΤΙΧΑ...του facebook, No 7

Σημ. Τα πιο κάτω αποτελούν σχόλια μου σε αναρτήσεις φίλων στο facebook,

Σε θυμάμαι στο σχολείο άριστη μαθητριούλα
εξεχώριζες στο τμήμα, τα ‘ξερες ίσως ούλλα.
Με κάθε ευ-Χαρης-τηση σε ξανασυναντάω,
στου facebook τα σχόλια εγιώ θα απαντάω.

Αφού εν δικό σου Γιούλη τότε θα κάνω πίσω,
τζι’ όσα τζι’ αν έχω τσιαττιστά, εγιώ εν να τα σχίσω.

Έσιεις ταλέντον άφθονον, Γιούλη να συνεχίσεις
τζι' όπως το βλέπω σίουρα σε λλίον θα με σχίσεις.

Εγιώ θα μείνω όξυπνος, εθ θέλω ‘γιω να ππέσω,
τ’ αποψινά κομμάθκια μου στον ύπνον δεν θα λέσω.
Σαν τον φρουρόν θα κάτσω ‘γιώ, εγιώ τζι’ οι αναμνήσεις,
μέχρι να έρτει το πρωί μέχρι εσού ξυπνήσεις.

Τζιαι μας, γιατί μας ξέχασες, ρε φίλε μου, ρε Γιάννη;
Την ζιβανίαν που ‘χουμε, ο νους σου δεν την βάνει.
Οι Πόντιοι τζι’ οι Κρητικοί, μαζί τζιαι οι Κυπραίοι,
ό,τι τζι’ αν πιούνε, φίλε μου, εν πάντοτε ωραίοι.

Τέτοια γυναίκα σαν θα βρεις, στείλε να μου την φέρουν,
μαζί με μια σίκλα νερό για να με συνεφέρουν.

Απ' την Ελλάδα γύρισες τζι' οι φίλοι περιμένουν,
στο Costa να ‘ρτεις να σε δουν, ως πότε θ’ αναμένουν.

Καλώς να πας, καλώς να 'ρθεις, την Κύπρο μεν ξηάσεις
 τζιαι μείνεις μας καλόηρος, στο Όρος για να αγιάσεις.

Άμα ο σπόρος εν καλός, καλή εν η σοδειά σου
γι' αυτό κουκλάρες βγήκανε τα δύο τα παιδιά σου.

Μιτσιά να κάμνεις όνειρα, για να τα προλαβαίνεις,
στην σύντομη τούτη ζωή, για να τα πετυχαίνεις.

Είχαν τζιαι έχουν ομορφκιές οι σκλαβωμένοι τόποι,
μα εδκιωχτήκαν μακρυά οι ντόπιοι οι ανθρώποι.

          Τρεις νέοι, τρεις φίλοι, τρία παιδκιά βρεθήκανε στο Costa,
Μορφίτες τζιαι συμμαθητές, πρόσφυγες σ΄ άλλα πόστα.

Ποιος είν’ αυτός που κάθεται δίπλα μας στο τραπέζι,
όποιος τον βρει Χαρή-ζω του χαρτζιή με πετιμέζι.

Θωρείτε τον πώς σας θωρεί, χαρκέται σας κοιτάζει
τζι’ αν ζει εις την Βιρτζίνια, στον νουν την Μόρφου βάζει.

Ύψωσες το ποτήρι σου, μαέστρο, για τους παρόντες,
 μα μην ξεχνάς όλους εμάς που είμαστε απόντες.

Μεν κάμνεις όπως το μωρόν, που θέλει να νικάει
τζιαι σκέψου το όμως συχνά πόσο τα παρατάει.

Όπως σου ξαναέγραψα, καλέ μου φίλε, Κώστα,
τα δόντια μου τα έσασα τζιαι τρώω γλυκά στο Costa.
Αν δεν έσιει οδοντίατρους τζιεικά στην Λευκωσία,
έλα δακά στην Λεμεσό, που έσιει τζιαι ουσία.