Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ''ΧΩΡΙΑΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ'' - Απολογούμαι που λόγω μεγάλης έκτασης του ποιήματος δεν τηρήθηκε η αρχική μορφή του ποιήματος

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΦΙΛΟ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΓΑΜΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΣ ΤΟΥ ΚΟΡΗΣ
Σταματημένα τ΄ άλογα,άς προσμένουν στην πλακόστρωτη απλωσιά ,π΄ όλη γεμίζει από το χτύπο του πετάλου,όπως πληθαίνει το συμπεθεριό- και στριμωγμένες, ξαφνικά,καπούλια με καπούλια οι μουλάρες,άς σηκώνονται στα πισινά γι΄απλοχωριά- κι΄ όλη ας γιομίζει ποδοβολητό, χλιμίντρισμα η αυλή,ενώ στις ράχες τους,στρωμένες με σγουρόχρωμα φαντά,με το πλευρό καβάλλα , οι συμπεθέρες,στολισμένες σε μετάξια και χρυσά,τινάζουνε απαλά τα γκέμια,να κινήσουνε μαζί- ( κ΄ είναι η γαλάζια μέρα, η Κυριακή –κι΄ από τα βάθη του χωριούτης νιάς καμπάνας χύνεται η βοή,σαν μιάς γελάδας,που αγκουσεύει το περίσσιο γάλα, το πονετικό μουκανητό- κι΄ όλο έχει αδειάσει το χωριό,στο λιόχαρον αλώνι,ομπρός στην εκκλησιά! )Στημένη η νύφη ,σε θρονί, που αστράφτει, χαμηλό,μήτε δεξιά, ας κυττάει , μήτε ζερβά,ενώ οι στολίστρες,πίσω από τους ώμους της, ορτές,απ΄ την κορυφή του κεφαλιού της,της χωρίζουνε στη μέση τα μαλλιά,κι΄αφού τα στρώνουν με το χτένι ,και στον αέρα τα τινάξουν δώθε- κείθε,δυνατά,στα τρία τους δάχτυλα χωρίζοντας τον απαλόνε θησαυρό- με ήσυχα χέρια αρχίζουνε να δένουν τις πλεξούδες,σα σφεντόνα,απανωτά! ( Στο μεσοδόκι του σπιτιού ,η πνοή τ΄αγεριού από τη θύρα,στη γαλάζια σκιά,ας λούζει ωστόσο τ΄ανεμόχορτο,που πιάνει η ρίζα του στον αέρα του βουνού- ή το ξερό χελιδονόψαρο με τεντωτές φτερούγες , στού θαλασσινού το σπίτιζυγιασμένο από ψηλά,στο αγέρι που φυσά κάθε φορά,δοσμένο ως καΐκι του ξενιτεμένου νοικοκύρη,στην πνοή του Θεού! Στους άσπρους τοίχους τα πλεγμένα στάχυαας λάμπουν καρφωτά,κι΄απ΄ τόνα στ΄ άλλο παραθύριας σαϊτεύει αστράφτοντας η γληγοράδα του χελιδονιού!Μα από τη νύφη, ασάλευτη, τριγύρα,σκεπασμένη τώρα στ΄ αραχνόφαντο κεφαλοπάνι,ας ξεχειλίζει η διάφανη σιγή,κι΄ ο απάρθενος άς ρεύει λογισμός,καθώς στα πλάγια τα βαθύχλοα στον απάνεμο ήλιο,τ΄ ανθορρόημα της αγραπιδιάς).Μέσα στο πέπλο σου, άκουσες ,βουβή θεοσάλευτη κάρδια; Νά το το πρώτο πάτημα των μουλαριώνπου ανακυκλάνε τα λιθάρια χαμηλά!! Μα στο άτι απάνου , πόρχεται μπροστά ο γαμπρός ,την πλάση όλη χαίρετε προικιό! Πίνει τον ήλιο το κορμί του, πίνει ,ως μια ζεστή ψιλή αμμουδιά,τον πάντα νέον αφρό! Κόκκινο φλάμπουρον ολύγιστο,βαρύ από το κέντημα σγουρό κι΄ ανεβατό ,με κρόσσια, ωσά βαλάνια, αρίθμητα ,χρυσά, πετάει φουχτιές αχτίδες μπρός στα μάτια του η καρδιά! Κι΄ ακούει! Ακούει την κίσσα που απ΄ της λεύκας την κορφήπέφτει σε αμπέλι με μια λιόχαρη φωνή¨ακούει τα σκόρπια τα βελάσματα μακριά ¨βλέπει με τ΄ άσπρο του φαριού,ως του χορεύει δυνατά η πνοή .Η δύναμη του οργώνεται και κλεί,καθώς το χώμα πίσω απ΄ το γενί! Και τέλος να, σαν ξεπεζεύει το κατώφλι του σπιτιού στο αντίκρυσμα της νύφης, του σωπαίνει ξαφνικά η καρδιά! ( Ώ βάθος και σιωπή της Παρθενιάς!)Σά συγνεφιά ανοιξιάτικη ας απλώσει τώρα το στεφανοσκέπασμα γλυκάΣαν η ψυχάλα η ανοιξιάτικη το ρύζι το κάτασπρο ας τιναχτεί! Στο φως της ημέρας ,ας ψηλώσει αχνόχρυση ολοένα , στα γυμνά φυτίλια η φλόγα των κεριών!Και τώρα πιά, διαβαίνει η περιστέρα για το σπίτι του γαμπρού .Μα η μάνα εκεί,στη θύρα ομπρός τους σταματά.Κι΄ αγούγετ΄ η άφθαρτη φωνή:
<< Στου κατωφλιού την πλάκα,κι΄αν το γράψεις ,θυγατέρα ,δε στέκει τ΄ονομά σου.Πέρνα καθώς περνάει το χελιδόνι.Κι΄ αν θες να μη σταθείς , μην ιδείς μπροστά σου,διάβα καθώς με το βαρύ λαγήνι,το γεμάτο νερό, που με μονάχα το κεφάλι το ανέβαζες στο σπίτι- και δεν εκύτταζες μπροστά, ούτε πίσω- δεξιά , ζερβά δεν κύτταζες – και μήτε τα χέρια γύρα σου έψαχναν ολοένα , μα έστριβαν το μαλλί κ΄ ήταν πιασμένα,το κατώφλι έστι πέρνα , θυγατέρα! Και κει, γαμπρέ , πόχει ο λαιμός χαράκι,σαν η τρυγόνα κι΄ ως η περιστέρα, εκεί μονάχα εγράφη το σημάδι,( κι΄ ως τότε απάνου της μη βάλεις χέρι),το κορμί να χωρίσει απ΄ το κεφάλι ,της απιστίας αν ξημερώσει η μέρα! Θυγατέρα , σαν θα έβγεις παρακάτου , στού πηγαδιού θ΄ανέβεις το ζωνάρι , να πιείς στερνό απ ΄ το χέρι μου ποτήρι ,να χαιρετήσεις τα νερά του τόπου.Θα πιείς νερό , όσο ζητά η καρδιά σου, κι΄ όσο μείνει της μάνας σου θα μείνει,π΄ άδειασ΄ η καρδιά της απ΄ το κλάμα. Θυγατέρα , στο σπίτι οπού πηγαίνεις ,από μια θύρα ως θα διαβαίνεις σ΄ άλλη, να μην ακούγεται το πάτημά σου .Σαν το σπιτόφιδο ας γένει η καρδιά σου!Σα ζυγαριά μπροστά απ΄τον άντρα σου στάσου.Τον ύπνο κρατεί καθαρό θεμέλιο,στις τέσσερες γωνιές η δυναμή σου να φέγγει του σπιτιού, και τα ονειρά σουνα λέν τη μέρα, ορθό βαθύ, δική σου.Πέρνα , η θύρα είν΄ ελεύθερη μπροστά σου!!>>.Σαν άσπρη τρεχαντήρα , νιά ,οπού όλο το θαλασσοχώρι , σπρώχνοντας,την κατεβάζει στο γιαλό ,τραβάει μαζί τη νύφη το συμπεθεριό.Στο δυνατό κατήφορο ,τα νιοκαλλίγωτα άλλογα γλιστράν.Στο διάβα,απ΄ τα κατώφλια πίσω ,σε ραβδιά οι γριές ακουμπησμένες ,ήσυχα κοιτάν.Και να , το νιό το σπίτι από μακριά .Με μέλι αλείβει το κατώφλι ,η μάνα του γαμπρού-στ΄ανώφλι σπάει το ρόιδι ,πριν η νύφη προσδιαβεί .Το τυλιγμένο στρώμα ανοίγοντας ,ας πλημμυρίσει τώρα όλο το θάλαμο καρπούς!Ο πέπλος κάτου ας τιναχτεί ,καθώς μιάς μυγδαλιάς !Σαν από μάρμαρο ας φαντάζει η κλίνηστις ψυχές των νιόπαντρων μπροστά ! Ώ κρύα φαντά σεντόνια ,ως χιόνια του Μαρτιού !Ώ φρένα, θαμπωμένα μπρός στο διάπλατο βωμό! Ώ σάρκα παγωμένη ως με τα νύχια στην αρχή! Αναπνοή , σαν κρίνου , που κρουστάλλιασε ο βοριάς! Πορτοκαλάνθια κρεμασμένα σε θανάτου απάρθενου τ΄ ολάσπρο φως! Ώ , σαν τα φίδια απ΄ το χειμώνα ,με΄σ απ΄το γλυκό σου λήθαργο ξυπνόντας ,παρθενιά ! Και ξαφνικά , στης προσμονής το βάθος ,ώ κερήθρας μυρουδιά! Ώ ξάφνου , μες΄ στον ουρανίσκο απιθωμένη , ανάπνια του μελιού

2 σχόλια:

  1. Φίλε μου Χάρη σ ευχαριστώ θερμά για την ανάρτηση.Οι αληθινοί φίλοι φαίνονται στον πόνο κ στη χαρά μας.Εγώ πιστεύω φαίνονται περσσότερο στη χαρά μας.Και συ είσαι ένας αληθινός κ γνήσιος φίλος που "πάντα θάναι εκεί"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Να σαι καλά.Αμοιβαία τα αισθήματα αλλοιώς δε θα καταχωρούσα το "γαμήλιο" ποίημα του Σικελιανού. Φυσικά ο πόνος είναι πόνος και οι πραγματικοί φίλοι είναι εκεί. Οι άλλοι "απού" φύγει, φύγει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή