Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

ΤΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΑΦΥΠΗΡΕΤΗΣΗ


ΤΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ * ΑΦΥΠΗΡΕΤΗΣΗ
Το ξέρω περιμένετε τσιαττίσματα που μένα
στιχάκια αποχωρισμού, καλοφορμαρισμένα.
Θα κάμω την εισαγωγή, επί τη αφυπηρετήσει,
γιατί η Μαργαρίτα μας θα μας εκπροσωπήσει.
Αυτήν εν που δκιαλέξαμε σε μία συνεδρία
ένα δκυο λόγια να μας πει, να κάμει το εν, δυό, τρία.
Λόγια ευ-Χαρης-τήρια, θα πω τζι’ εγιώνι λλία
μην βαρεθείτε ξαφνικά τζιαι πάτε παραλία.
Τριάντα χρόνια εν πολλά, εν όπως τα κουττούτσια.
Προσθέσετε αλλό εφτά; Χαρκέστε εφ φουστούτσια;
Αξίζουν όλες τις τιμές, όπως τζι’ η Παναγιώτα,
που στα πολλά χαρίσματα, δεν λείπει ούτε γιώτα.
Τέσσερις μήνες δούλεψα, πολλά λλίον την ξέρω,
ψέματα τζιαι υπερβολές εγιώνι δεν θα φέρω.
Αειθαλής, ευκίνητη, έτρεχε πάνω, κάτω
τζιαι μ’ έκαμε, μα τον Θεόν, να φτάσω ως τον πάτο.
Μπορεί να μας/σας εθύμωνε τζιαι να επολλομίλα
μα ύστερα γλυκάνισκε, καθάριζε τζιαι μήλα.
Τσαούσα τζιαι δυναμική, αγάπαγε την τάξη,
αφού ούλλα τα ήθελε, πομπή τζιαι παρατάξει.
Να ‘ναι τα πάντα καθαρά, μα τζιαι ασφαλισμένα
τζιαι έτρεχε πολλές φορές, αυτή χωρίς εμένα.
Να πω για την σβελτάδαν της, την τόλμην, την ζωντάνια;
Την πίστη στο καθήκον της; Φτάνουν ως τα Πλατάνια.
Γλήορα τ’ αποφάσισε, να μας εγκαταλείψει.
Τα πάντα τα κανόνισε, τίποτε να μεν λείψει.
Ήταν για μένα σύμβουλος, μα τζιαι συμπαραστάτης,
τζιαι δεν το κρύβω ,θα ‘λεγα, σπουδαίος συνεργάτης.
Το μόνον μου παράπονον...που έμεινα μονάχος
να μείνω, ν’  αγωνίζομαι...ρωμαίος μονομάχος.
Κακίες...μίσος...δεν κρατώ, τα έχω παραιτήσει,
γι’ αυτό τζι’ εγιώ της εύχομαι να τα εκατοστήσει.
Να πάει τώρα στο καλόν, γι’ αυτά που ‘χει προσφέρει
τζιαι μες στο σπίτι, ο Θεός, ό,τι ποθεί να φέρει.
Να δει πρώτα τον σύζυγον, παιδκιά, μα τζιαι εγγόνια
ως τα βαθιά γεράματα να ’χει ζωή σαν χιόνια.
Άσπρη, λευκή, λευκότερη, χωρίς κηλίδες πάνω,
χωρίς σκοτούρες, βάσανα, για ό,τι εγώ θα κάνω.
Καλήν αφυπηρέτηση εν να σου ευχηθούμε
τζιαι να περνάς πολύ καλά, εν να παρακαλούμε.

* Η Νεοφύτου Παναγιώτα ήταν διευθύντρια του Γυμνασίου Ύψωνα

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

ΤΣΙΑΤΤΙΣΤΑ –ΔΙΣΤΙΧΑ Ή ΔΥΣΤΥΧΑ ΝΟ 11



Καλή χρονιά σας εύχομαι, χαρά μα τζιαι υγεία
τζιαι κάμετε υπομονή, εν να ’ρτει τζι’ άλλη αργία.
Με σεβασμό, χαμόγελο τζιαι με δουλειά καμπόση,
θα ’χετε ευ-Χαρης-τηση τζι’ αγάπη άλλη τόση. 


Για όλα υπάρχει μια αρχή, φτάνει να δοκιμάσεις,
αν το ασκήσεις τακτικά, θα δεις πως θα με φτάσεις.
Όμως καλός είσαι αλλού της τέχνης κυβερνήτης,
της ψαλμουδιάς ιερουργός και της ζωής αλήτης.


 Ευχές πολλές μου έστειλες πόθος του κάθ’ ανθρώπου,
γι’ αυτό ανταποδίδω τες μετά ομοίου τρόπου.
Υπάρχουν φίλε μου πολλοί, όπου με ξεπερνούνε
                               μα σαν περάσει ο τζιαιρός τζιαι μένα θα με δούνε.
Εργατικός, δυναμικός να μείνεις όπως ήσουν
να σιέρουνται οι φίλοι σου τζι’ οι υφιστάμενοί σου. 


Τι το ’θελα τζιαι σου ’στειλα ευχές στα τσιαττιστά
καλλίτερα να κάθομουν εγώ μες στα βραστά. 
                
     
          Κερύνεια μου Κερύνεια μου με τα πολλά σου πλούτη,                                                       
όταν θ' απελευθερωθείς, εν να σου παίξω ούτι   
                                       τζιαι να τιτσιρωθώ εγώ, να μπω να κολυμπήσω                          
  στο λιμανάκι το γνωστό τζιαι να σε προσκυνήσω.
Μιχάλη, με τα ρούχα τους εν ούλλοι τους που ππέφτουν.
 Μ' άμα τσιτσιρωθείς, θωρείς, ούλλοι(;) βουρούν τζιαι φεύκουν.

 Καλώς το καλωσόρισε το όμορφο κοπέλι ,
 που πλούτισε το facebook, τζι' αυξήθηκαν τα μέλη..


Για λόγους μετρικής σωστής εν που 'βαλα την λέξην
 αλλά τζιαι μια επιτροπή μπορεί να τον εκλέξει,
                                   ηγέτη μας στο facebooκ να τον τοποθετήσει,
εκτός τζι' αν εξαφανιστεί, τον λόγον αθετήσει. 


Δύο χιλιάδες δώδεκα ευκές σου στέλλ’ Ανδρέα
της Κύπρου, φίλε, λείφκεις της τζιαι της καλής παρέας. 


‘Εκαμες με τζιαι δεν τρώω, με πίνω, με χορεύκω,
στα τσιαττιστά με έμπλεξες• πες μου τωρά πώς φεύκω.  


Εξέχασα πως γιόρταζες τζιαι πήα στες εκπτώσεις,
το τζιέρασμα που έχασα, εσού εθ θα γλυτώσεις. 


Με θετικήν ανάμνησην τον θείον θα θυμούμαι,
συνέντευξην σαν έδωσεν «πως δεν τα παραιτούμε».
Στο τέλος ήταν άτυχος, ήρεμα θα «κοιμόταν».
Μην κλαις, να χαίρεσαι, πιστεύω θα ευχόταν.



Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

ΤΣΙΑΤΤΙΣΤΑ της...facebook-kontras ΝΟ 3


Μ) Εν μας χωρεί η ξενηθκιά, εν μας χωρούν οι τόποι,
ώσποσον πια τουν'το κακον, μα εσ στραβη η Ευρώπη,
εστραωθήκαν τζι'εθ θωρουν , το ψέμαν, την αλήθκειαν,
του Τούρκου τζιειν' τις πονηρκές, τζι'ούλλα τα παραμύθκια.
 Πρέπει νομίζω μόνοι μας , ούλλοι να προσπαθούμεν,
τρόπους να βρούμεν σύντομα, για να λευτερωθούμεν. 

Χ) Τον θάνατον, την ξενιθκιάν ,τα δκυο τα 'χουν ζυγίσει,
 την προσφυγιάν Μιχάλη μου , ποιος θα υπολογίσει;
Άντεξε φίλε, άντεξε για τετρακόσια χρόνια,
γιατί ούλλοι το ξέρουμε πως είμαστε πιόνια.
Άμα δεν θέλουν οι τρανοί τζι’ οι δυνατοί του κόσμου,
δαμέ εν να σταλώσουμεν τζιαι να λαλούμεν δώσ’ μου. 

Χ)Ετσι νομίζεις Γιούλη μου πως σhίζει ο Μιχάλης
 να ξέρεις όμως, φίλη μου, τον σέρνω υπό μάλης. 

Μ) Μέσα εις τες μασκάλες σου , για να χωρέσω εγιώνι,
 πρέπει να γένουν τέσσερις , όσες έσιει το ''πονυ'',
 όπως αντιλαμβάνεσαι , φίλε μου Ιωάννου,
μεν ποταβρίζεσαι ψηλά, τα σιέρκα σου εν φτάννουν!  

Ν) Λίνο άνοιξε τες αγκάλες σου τζιαι βάλτους ούλλους μέσα
να δούσιν ποιος στα τσιαττιστά έσιει μιάλη μπέσα!! 

Μ) Συνέχεια κορτώννεσαι, τζι’ ούλλον στριφογυρίζεις,
 πουλάς μαγκιές σε ούλλους μας τζιαι ψιλοκακαρίζεις,
πως είσ'ο πρώτος στον ντουνιάν, μίσιη μου ποιητάρης,
 που ούλλους ο καλλίττερος, ο πρώτος κανακάρης.
 Εν τζιαι ζηλεύκω σου εγιώ, μα συμβουλήν σου έχω,
γιατί αρέσκει μου εμέν , τους φιλους να προσέχω,
όταν θωρείς στους ουρανούς, τάχα μου πως χορεύκεις,
εν όρομαν τζιαι ξέρε το, άμαν ξυπνήσεις ππέφτεις! 

Γ) Άρπα την Λίνο μου τωρά τζιαι μεν μιλάς αγά μου
να δούμεν θα μου ξαναπείς να κάτσω στα αυφκά μου? 

Χ) Έλειψα, φίλοι, νακκουρί τζι' εδώκετε του τζι' άψε
                    τζι΄αν θέλεις Μιχαλάκη μου το πρόφαϊλ μου κάψε.                
                                 Μα ξέρε το είμαι ψηλός τζιαι φτάνω τα δκυο μέτρα
τζι' όσο τζι΄ αν με βαράς εμέ, γινόμαι μία πέτρα. 

Χ) Δανέζη μου κορτώθηκες, γιατ' έχεις τον Μιχάλην
               μα ο Νικήτας δίπλα μου, δεν είμαι καταχάλης,                                  γι' αυτό κατσέ στ' αυκά λοιπόν μπας τζιαι ξιπουπουλιάσουν.
               Άντε τζιαι μη χασομεράς, κάτσε λοιπόν, βιάσου. 

Μ) Ω! εν το περίμενα, να το παρατραβήξεις,
 ό,τι τζι'αν έσιεις στην ψυσιήν, Λίνο μεν μας το δείξεις,
να ’σαι λλίον πιο φρόνιμος, καλός εις τες εκφράσεις,
εις τες γεναίτσιες σαν μιλάς, να μεν μας τα χαλάσεις. 

Χ)Πολλά κάμνεις τον δάσκαλον ,τον σοβαρόν τζι' ωραίον
    το δασκαλίκκι σου αλλού , μην αποβεί μοιραίον. 

Μ) Όπως θωρώ τα πράματα, πάσιν να αγριέψουν,
εν τζιαι φοούμαι σύγκρουσην ,αν πουν να μου γυρέψουν,
κανεί με όμως η προσφυγιά, τζιαι εν θα συμμετέχω,
 σγιαν κάμνουμεν το κκέφιν μας, για τούτον θα απέχω. 

Χ) Ηρέμησε Μιχάλη μου τζιαι μεν πολλοθυμώνεις
 μεν απαντάς του καθενού τζιαι πυρκαγιές...απλώνεις.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

ΤΣΙΑΤΤΙΣΤΑ - ΔΙΣΤΙΧΑ...ΤΗΣ ΚΟΝΤΡΑΣ ΝΟ 2


Κ) Καλή χρονιά να έχετε μ’ αγάπη κσι υγεία
     καλή καρδιά,χαμόγελο και θεία ευλογία. 

Χ) Ευ-Χαρησ-τώ, να ’σαι καλά τζιαι πάντα με υγεία,
την κρίση τζιαι τα βάσανα με αισιοδοξία.
Πολύ το καταχάρηκα που ’σαι βελτιωμένος,
στο τσιαττιστό που μου ’στειλες πολύ προχωρημένος. 

Κ) Αλόπως εξασκήθηκα, έχω σπουδαίο φίλο,
      μέγαν τσιαττιστοδάσκαλο με γνώσεις, με πτυχίο. 

Χ) Ανάγκη δεν έχεις καμιάν, με δάσκαλο κανένα,
το έχεις που γεννησιμιού, μεν ακλουθείς εμένα.

**********************
Χ) Τα χρόνια τζι' αν επέρασαν εμείς δε σε ξεχνούμεν ,
στην μνήμην μας παντοτινά όσο εμείς θα ζούμεν.
Δύο χιλιάδες δώδεκα ευκές σας στέλλω τώρα
τζι' ο νέος χρόνος που θα ρθεί να σας γεμίσει δώρα.
Στου Μόρφου να γυρίσουμεν, την λευτεριά να βρούμεν
την λύτρωσην εις την καρκιάν μπας τζιαι αναπαυθούμεν.
 

Μ) Λίνο μου σου ευκούμαστε, το δώδεκα η τύχη,
που ούλλα το καλλίττερον ,δώρον να σου πετύχει,
του Μόρφου να ’ναι λεύτερον, με ούλλα τα χωρκά του,
τζιαι οι καμπάνες να κτυπούν, που τα καμπαναρκά του!

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Γιάννης Ποδιναράς. Μια Εξέχουσα Ποιητική Παρουσία από την Κύπρο... - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΩ ΤΗ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΙΡΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ                                       
ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΟΔΙΝΑΡΑ
Γιάννης Ποδιναράς. Μια Εξέχουσα Ποιητική Παρουσία από την Κύπρο... - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Αρχική | Τέχνες - Επιστήμες | Ποίηση | Γιάννης Ποδιναράς. Μια Εξέχουσα Ποιητική Παρουσία από την Κύπρο... - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
Top of Form

Πρός: ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥ

Επισύναψη (Bcc):


Το e-mail σας:


Μήνυμα:



Bottom of Form

Αναρτήθηκε την 16 Ιουνίου 2011, 20:18                                                                                             άρθρο της: Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου
Όταν κόβεις κομμάτια

απ’ την ψυχή σου

μοιράζοντάς τα

σ’ έναν κόσμο παγωμένο

ζεσταίνεις τις καρδιές των ανθρώπων.

Κι η ψυχή σου

δεν τελειώνει.

Όσο δίνεις,

τόσο μεγαλώνει,

για να χωρέσει

όλο το χιόνι της γης.

(Τίτλος «Αντίδωρο» από τη Συλλογή «Ένα Πράσινο Θολό»).

Ο Γιάννης Ποδιναράς γεννήθηκε το 1951 στη Μόρφου της Κύπρου. Όταν έγινε η τουρκική εισβολή, είχε μόλις ολοκληρώσει το 2ο έτος της Αγγλικής Φιλολογίας, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, από το οποίο απεφοίτησε το 1976. Στη συνέχεια, σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έπειτα πήγε για ένα χρόνο στην Αγγλία, όπου πραγματοποίησε τις Μεταπτυχιακές Σπουδές του στα Παιδαγωγικά. Το 1980 επέστρεψε στην Κύπρο. Υπηρέτησε ως Βοηθός Διευθυντής και δίδαξε σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Αφυπηρέτησε πριν από δύο περίπου χρόνια.

Έχουν εκδοθεί δύο ποιητικές Συλλογές του: 1) «Ένα Πράσινο θολό» (1996) και 2) «Φαράγγια των Αγγέλων» (2008).

Ο Γιάννης Ποδιναράς έχει δημοσιεύσει ποιήματα, μελέτες και άρθρα σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει μάλιστα τιμηθεί με το Πρώτο Βραβείο σε Ποιητικό Διαγωνισμό με θέμα τη Μόρφου, που προκήρυξε ο Πολιτιστικός Όμιλος Μόρφου, το 2002.
Η πρώτη εκδοθείσα ποιητική Συλλογή του Γιάννη Ποδιναρά («Ένα Πράσινο Θολό», 1996) αποτελεί την πρώτη επίσημη παρουσία του ποιητή στα ποιητικά δρώμενα της Μεγαλονήσου. Το έργο αποτελείται από 3 ενότητες: Η 1η ενότητα απαρτίζεται από 24 μεμονωμένα ποιήματα, η 2η«Το άνθος της άπειρης άμμου» – από 10 άτιτλες συνθέσεις, και η 3η«Καλοκαιρινά γητέματα» – από 4 συνθέσεις, επίσης άτιτλες.

Ο τίτλος της συλλογής οφείλεται στον ομώνυμο τίτλο του πρώτου ποιήματός της: Ένα πράσινο θολό

Ο πατέρας γέρασε.

Πάνε χρόνια που ’φυγε

διωγμένος απ’ το περιβόλι του

να μετράει την καρδιά του σε παροικιακούς καφενέδες.

Στον καπνό του τσιγάρου

μορφές βιαστικές σαν πλοκάμια

τυλίγονται στο θαμπό τζάμι.

Το Λονδίνο μια ομίχλη.

Η Μόρφου ένα πράσινο θολό.

Και δε λέει να ταξιδέψει

να δει τ’ αγγόνια του στο νότο.

Λέει πως γέρασε πολύ και δε θ’ αντέξει το ταξίδι.

Όμως εμείς ξέρουμε πως δε θ’ αντέξει

το σιδερένιο νήμα της λήθης και της φωτιάς.

Την έπαρση του εφήμερου.

Το κτίσμα το πεπερασμένο.

Τον τάφο των πουλιών

που αψήφησαν τις έγκλειστες πνοές

των ούριων ανέμων.

«Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ’ αγγόνια μου.

Σαν γυρίσει το σύννεφο

θα τρυγήσω το περιβόλι.»

«Το “πράσινο θολό” είναι η έκτυπη σφραγίδα της Μόρφου, της γενέθλιας πόλης του ποιητή, στη μνήμη του. Η Μόρφου των πορτοκαλόδεντρων και των λεμονανθών είναι φυσικό άλλωστε να σεργιανά στη μνήμη του ως αντικατοπτρισμός του πράσινου. Το ποίημα “Ένα πράσινο θολό” είναι μια ποιητική κατάθεση στην εμπειρία της προσφυγιάς. Ο ήρωάς του, ο πρόσφυγας πατέρας, διωγμένος απ’ το περιβόλι του / …μετράει την καρδιά του σε παροικιακούς καφενέδες. Αυθεντικό κομμάτι του κυπριακού κόσμου ο ήρωας, βυθομετρά την ψυχή στο ομιχλώδες Λονδίνο και βλέπει τον κόσμο του σήμερα θολό μέσα από το πράσινο αντιφέγγισμα της Μόρφου. Με στωική εγκαρτέρηση υπομένει το σήμερα και είναι βέβαιος για το νόστο: “Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ’ αγγόνια μου. / Σαν γυρίσει το σύννεφο / θα τρυγήσω το περιβόλι» γράφει χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, η φιλόλογος Ελένη Δημητρίου στην εξαιρετική ανάλυση της συγκεκριμένης ποιητικής Συλλογής («Νέα Εποχή», Βιβλιοεπιλογές, Τεύχος 242, 1997, σ.66).

Προσωπικά, πιστεύω ακράδαντα πως από αυτό και μόνο το ποίημα, ο Γιάννης Ποδιναράς είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως ένας ιδιαίτερα χαρισματικός ποιητής. Οι στίχοι: διωγμένος απ’ το περιβόλι του, …δεν ξέρουμε πως θ’ αντέξει / το σιδερένιο νήμα της λήθης και της φωτιάς, η εικόνα Στον καπνό του τσιγάρου / μορφές βιαστικές και η ακολουθούσα πρωτότυπη παρομοίωση σαν πλοκάμια / τυλίγονται στο θαμπό τζάμι, οι κοφτές, λιτές φράσεις, όπως: Το Λονδίνο μια ομίχλη. / Η Μόρφου ένα πράσινο θολό και τέλος το εκπληκτικό καταληκτικό τρίστιχο με την υπέροχη αμεσότητα και ζωντάνια του, καθώς τα λόγια του πατέρα εμφανίζονται στο α΄ πρόσωπο (… δεν έρχομαι στ’ αγγόνια μου, …θα τρυγήσω το περιβόλι), όλα αυτά τα στοιχεία – και όχι μόνο – σίγουρα υπογραμμίζουν την έξοχη ποιητική δεξιοτεχνία του Γιάννη Ποδιναρά.

 Παλμοί

Τα πρωινά στον ξεχασμένο κάμπο

κοιτούσαμε με απορία

τις ρυτίδες, το κυρτωμένο κορμί του πατέρα,

και στ’ αυτιά μας έφταναν ήχοι

από τις παράξενες συνομιλίες του

με το νερό καθώς πότιζε το περιβόλι.

Χαμογελούσαμε με συγκατάβαση

όταν μουρμούριζε στο χώμα:

«Γιατί η καρδιά μας δε γερνάει;

Γιατί επιμένουμε;»

Το γήρασμα της καρδιάς

θεωρούσαμε φυσικό

ν’ ακολουθεί τις πληγές του σώματος.

Ήμασταν ακόμη παιδιά…

Η καρδιά μας τώρα

πάλλει με τον ίδιο ρυθμό,

με τη νεανική ένταση

να σπρώχνει το αίμα

στις κουρασμένες πια αρτηρίες.

Μεθυσμένη, ονειρώδης,

πάλλει η καρδιά

και γλιστρά η ζωή

σαν δροσερός αγέρας

μέσα από τις χαραμάδες

και τα ανοίγματα του χρόνου.

Κυριολεκτικά συναρπαστικός είναι ο λόγος του Γιάννη Ποδιναρά και στους «Παλμούς», όπου ο ποιητής εκφράζει μια πανθομολογούμενη αλήθεια, πως η καρδιά δεν συμπορεύεται με τη γήρανση του σώματος, αλλά παραμένει πάντα το ίδιο ακμαία και «πάλλουσα»! Το κυρίαρχο πρόσωπο του ποιήματος είναι κι εδώ ο «πατέρας» (…κοιτούσαμε με απορία / τις ρυτίδες, το κυρτωμένο κορμί του πατέρα). Το κάλλος του ποιητικού λόγου κλιμακώνεται με τη θαυμάσια οπτικοακουστική εικόνα που ακολουθεί (και στ’ αυτιά μας έφταναν ήχοι / από τις παράξενες συνομιλίες του / με το νερό καθώς πότιζε το περιβόλι). Η παρουσία του ρέοντος νερού, το οποίο άλλωστε συμβολίζει την ίδια τη ζωή, και μάλιστα η προσωποποίησή του, καθώς εμφανίζεται να «συνομιλεί» με τον πατέρα, όπως επίσης η χρήση του επιθέτου «παράξενες» (συνομιλίες) πιστεύω πως αποτελούν μερικά από τα ξεχωριστά εκείνα στοιχεία της σύνθεσης, που υπογραμμίζουν το ποιητικό «σθένος» του Γιάννη Ποδιναρά. Το κύριο θεματικό μοτίβο διατυπώνεται θαυμάσια με την ερώτηση που απευθύνει ο πατέρας στο χώμα που ποτίζει: Γιατί η καρδιά μας δε γερνάει; / Γιατί επιμένουμε;”. (Ας μη ξεχνάμε ότι η συνομιλία ανθρώπων με προσωποποιημένα στοιχεία της φύσης [εδώ το νερό και το χώμα] ήταν κάτι σύνηθες και στην αρχαιοελληνική ποίηση και στο δημοτικό μας τραγούδι). Ο στίχος – στροφή Ήμασταν ακόμη παιδιά… (με αυτά τα καίριας σημασίας αποσιωπητικά) εμπεριέχει ένα μεγάλο νοηματικό βάρος, καθώς στη φράση αυτή συνοψίζεται η αδιάψευστη αλήθεια (οι νέοι δεν φαντάζονται πως η καρδιά τους δεν θα γεράσει ποτέ), που ο ποιητής διατυπώνει θαυμάσια με το αμέσως προηγούμενο τρίστιχο (Το γήρασμα της καρδιάς / θεωρούσαμε φυσικό / ν’ ακολουθεί τις πληγές του σώματος). Το κάλλος του ποιητικού λόγου κορυφώνεται με τις δύο εξαιρετικές στροφές που ακολουθούν, όπου ο ποιητής – με την απαράμιλλη εκφραστική του δύναμη – αναφέρεται στην ακατάπαυστη νεότητα της καρδιάς, στους αναλλοίωτους παλμούς της… Η επανάληψη του ρήματος πάλλει, η χρήση του επιθέτου νεανική (ένταση), το θαυμάσιο δίστιχο να σπρώχνει το αίμα / στις κουρασμένες πια αρτηρίες, τα δυο επίθετα (Μεθυσμένη, ονειρώδης) που συνθέτουν τον 1ο στίχο της τελευταίας στροφής, ο στίχος και γλιστρά η ζωή, και το καταληκτικό τρίστιχο, με την παρομοίωση της ζωής (σαν δροσερός αγέρας) και την εικόνα του χρόνου (μέσα από τις χαραμάδες / και τα ανοίγματα του χρόνου) κορυφώνουν τη συγκίνηση που νοιώθει ο κάθε αναγνώστης – λάτρης της ποίησης μπροστά σε μια τόσο ποιοτική ποιητική σύνθεση…



Το θεματικό μοτίβο που κυριαρχεί στην 2η ενότητα (Το άνθος της άπειρης άμμου) της Συλλογής είναι ο έρωτας, «…ο έρωτας ως απόκριση στην έρημο των ανθρώπινων σχέσεων», όπως γράφει η Ελένη Δημητρίου (σ. 68), η οποία μάλιστα, πολύ εύστοχα, παρατηρεί: «Μέσα από τη λειψυδρία και την αφορία των ανθρώπινων σχέσεων, την άπειρη άμμο, αναδύεται το άνθος του έρωτα, ευοίωνο μήνυμα, μήνυμα πίστης στη ζωή και αισιοδοξίας…».

V

Σε βρήκα και σε πήρα ένα πρωί

κομμάτι απ’ το βυθό

κι ήπια τη γεύση σου

που ήταν δική μου όλα τα χρόνια.

Ατόφιο μάλαμα αστραφτερό

χάραξε τη ζωή

και βγήκαν αράδα

ήλιοι μικροί χορεύοντας στο κύμα

γράφοντας με χρυσό

τον κόσμο που ανασύραμε.

Το πρόσωπό μας

που άφησε τη νύχτα.

Αντίστροφα ανάλογη η μικρή έκταση του ποιήματος με την εξαιρετικά μεγάλη δύναμη της γραφής του, της διατύπωσης του νοηματικού του βάρους. Η ανάδυση του έρωτα συνυφαίνεται με τον ήλιο, με τη λάμψη, με το φως. Παρόντα και εδώ τα στοιχεία της φύσης, που κατακλύζουν τη σύνθεση από θεσπέσιες εικόνες (ένα πρωί, κομμάτι απ’ το βυθό, ήλιοι μικροί χορεύοντας στο κύμα...). Έντονη η αμεσότητα και η ζωντάνια με την έξαρση του α΄ προσώπου στους 4 πρώτους στίχους (Σε βρήκα και σε πήρα…, ήπια τη γεύση σου / που ήταν δική μου όλα τα χρόνια). Ακολουθεί τριτοπρόσωπη σύνταξη, όταν ο ποιητής αναφέρεται στη ζωή, στη αλλαγή και μετουσίωση της ζωής, μετά την ανάδυση του έρωτα (Ατόφιο μάλαμα αστραφτερό / χάραξε τη ζωή / και βγήκαν αράδα / ήλιοι μικροί χορεύοντας στο κύμα / γράφοντας με χρυσό τον κόσμο…). Κι έπειτα ο «ένας» γίνεται «δύο», το α΄ ενικό μετατρέπεται σε α΄ πληθυντικό, το «εγώ» αλλάζει σε «εμείς» (…τον κόσμο που ανασύραμε, Το πρόσωπό μας…).

Βασική πηγή έμπνευσης του Γιάννη Ποδιναρά για τη σύνθεση της 3ης ενότητας (Καλοκαιρινά γητέματα) της Συλλογής είναι τα θέλγητρα του καλοκαιριού. «Το καλοκαίρι, δύναμη ψυχικής απολύτρωσης, εκτονώνει την ύπαρξη από τον σωματικό μόχθο και την ψυχική φόρτιση του χειμώνα και συντηρεί τη ζωή νέα μέσα στα κύτταρα. Εικόνες γεμάτες από τη χαρά της ζωής συνθέτουν ένα διθύραμβο για το καλοκαίρι…» σημειώνει με την ευαισθησία της κριτικής ματιάς της η Ελένη Δημητρίου (σ. 68).

Ι

Μέσα στη νάρκη του καλοκαιριού

αφέθηκε ο σωρευμένος μόχθος

στις διαθλάσεις του φωτός να λιώνει.

Η ομίχλη του θερινού πρωινού

διαπέρασε το σώμα

κόβοντας το τεντωμένο νήμα του χειμώνα.

Κάθε μόριο του κορμιού

ντύθηκε την υγρασία της ομίχλης

και ιδρωμένο χόρτασε αρμυρό νερό

– δρόσος στ’ ωραίο σμάλτο

δρόσος στ’ αφυπνισμένο πνεύμα

στάλες ως μέσα στο κύτταρο της ζωής. –

Μα η αρμύρα άφησε ήδη

τ’ άσπρα σημάδια της στην επιφάνεια.

Το χέρι απλώθηκε να γράφει τη ζωή

στο σώμα που φίλησε τη θάλασσα.

Ήπιαμε τη χαρά

κι αυτή μας πότισε τη δίψα της.

Ένα ακόμη δείγμα τής από κάθε άποψη άψογης ποιητικής γραφής του Γιάννη Ποδιναρά. Ο ολόφωτος «κόσμος» του καλοκαιριού ξετυλίγεται μπροστά μας – μ’ έναν τρόπο μαγικό – από τον πρώτο κιόλας στίχο (Μέσα στη νάρκη του καλοκαιριού). Εκφράσεις, όπως: ...στη νάρκη του καλοκαιριού, …διαθλάσεις του φωτός, …ομίχλη του θερινού πρωινού, …κόβοντας το τεντωμένο νήμα του χειμώνα, …ντύθηκε την υγρασία της ομίχλης, …χόρτασε αρμυρό νερό, δρόσος…, στάλες…, αρμύρα…, …στο σώμα που φίλησε τη θάλασσα, οδηγούν τον αναγνώστη κατ’ ευθείαν στην «καρδιά» του καλοκαιριού, και κατ’ επέκταση στον ήλιο της ίδιας της ζωής. Λέξεις, φράσεις, στίχοι πάλλονται από μιαν απίστευτη δύναμη ποιητικής έκφρασης. Μιας δύναμης που γίνεται ιδιαίτερα αισθητή με τον κυριολεκτικά συναρπαστικό επίλογο της σύνθεσης: Ήπιαμε τη χαρά / κι αυτή μας πότισε τη δίψα της.

Το καταληκτικό τρίστιχο του τελευταίου ποιήματος της Συλλογής, στο οποίο κυριαρχεί ο Έρωτας, αφήνει άφωνο από συγκίνηση και έκσταση τον κάθε αναγνώστη:


Ανασηκώθηκε ο Έρωτας

κρατώντας σφιχτά στην παλάμη του

το λευκό χέρι της θάλασσας.

Η σοδειά των ονείρων

Στην οργή της ψυχής σου

βάλε ένα σύννεφο πυκνό της βροχής.

Στο ουράνιο τόξο που ακολουθεί

θα δεις όλα τα χρώματα

να σταλάζουν τη σοδειά των ονείρων.

(Από τη Συλλογή «Φαράγγια των Αγγέλων»)

Η Συλλογή του Γιάννη Ποδιναρά «Φαράγγια των Αγγέλων» (2008) αποτελείται από 4 Μέρη· το Α΄ απαρτίζεται από 6 ποιήματα, το Β΄ από 26, το Γ΄ από 8, το δε Δ΄ (με τίτλο «Ελεγεία») από 4.

«…Ύστερα από μια δωδεκαετία, επανήλθε ο Ποδιναράς, όχι φυσικά δριμύτερος – όπως συνηθίζουμε να λέγουμε – αλλά πιο έμπειρος και αποσταγματικότερος, με το νέο ποιητικό του βιβλίο που έχει τον τίτλο «Φαράγγια των Αγγέλων», με ό,τι συνειρμικά θα μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο. Πάνω από τα συμβολικά αυτά φαράγγια των αγγέλων, σηκώνει ο ποιητής με τους στίχους του την ψυχή μας, και τη μετεωρίζει σε μια άσκηση βάθους…» γράφει ο Ανδρέας Πετρίδης στην εισαγωγή της ανάλυσης της Συλλογής αυτής («Νέα Εποχή», Βιβλιοεπιλογές, Τεύχος 299, χειμώνας 2008 – 2009, σ.93).
Σημάδια…

Ένα κρίνο ταράζει το αίμα.

Κρατήσαμε τη γεύση δυνατή.

Τα μάτια υγρά

στη δίνη της ομορφιάς

ραγίζουν τη μέρα.

Πρόκειται για το πρώτο ποίημα της Συλλογής. Μία σύνθεση, της οποίας η μικρή έκταση, το νοηματικό βάρος και οι άψογα δουλεμένοι στίχοι ανακαλούν στη μνήμη μας εκείνα τα αθάνατα αριστουργήματα της αρχαιοελληνικής ποίησης, τα περίφημα Επιγράμματα της Ελληνιστικής Περιόδου.

Όλα τα ποιήματα της Συλλογής μαρτυρούν αφενός την λογιότητα ενός βαθυστόχαστου πνευματικού ανθρώπου και αφετέρου την τρυφερότητα μιας ιδιαίτερα ευαίσθητης ψυχής. Πραγματισμός και λυρισμός συνυφαίνονται με τον πιο αρμονικό τρόπο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας αναμφισβήτητα αψεγάδιαστης ποιητικής σύνθεσης.

 Καταφύγιο

Μόνο να βλέπω

δυο αδελφάκια

στα βλέφαρα του ύπνου.

Με μισάνοιχτο στόμα

να σταλάζουν

τη γαλήνη της βεβαιότητας.

Έξι μόνο στίχοι, που κατακλύζονται από μιαν απέραντη θάλασσα τρυφερότητας. Ένα θαυμάσιο ποίημα, που μπορεί κάλλιστα να χαρακτηρισθεί ως μία από τις σημαντικότερες συνθέσεις όχι μόνον της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας ποίησης.

Προσωπικά, διαβάζοντας ξανά και ξανά και μελετώντας εξονυχιστικά όλα τα ποιήματα της Συλλογής «Φαράγγια των Αγγέλων», ειλικρινά δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να «ξεχωρίσω» κάποιο ποίημα. Όλες οι συνθέσεις, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία, φέρουν τη σφραγίδα της τελειότητας και από αισθητικής και από νοηματικής άποψης. Κι όμως δεν μπορώ παρά να ομολογήσω πως το ποίημα που με εντυπωσίασε, που με συγκίνησε και με άγγιξε πιο πολύ ήταν το «Τριών χρονών».

«Έχεις τη χάρη της αγάπης

να φτερουγίσεις στη λιτανεία των πουλιών.»

Σου ψιθύρισα σαν προσευχή.

Και συ τριών χρονών μου φώναξες:

«Θέλω να γίνουμε θάλασσες.

Όπως τη θάλασσα να μου μιλάς.

Όπως το κύμα.»

Διάφορα ποιήματα του Γιάννη Ποδιναρά, ιδιαίτερα αυτά που γράφτηκαν, όταν ο ποιητής ήταν πολύ νέος, δεν έχουν εκδοθεί. Σε κάποια πρόσφατη επικοινωνία μας, ο ποιητής μού είπε το εξής: «Το σημαντικότερό μου ανέκδοτο ποίημα το έγραψα το 2003, πριν το άνοιγμα των οδοφραγμάτων στο Βορρά, και αφορά το σπίτι μου στη Μόρφου… Αρκετές φορές "επισκεπτόμουν" το σπίτι στα όνειρά μου... Μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, μπόρεσα να το επισκεφθώ μερικές φορές…»

Ο Γιάννης Ποδιναράς έχει δεχθεί έντονη επίδραση από τον Διονύσιο Σολωμό και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Ο ίδιος μάλιστα πιστεύει ότι «ο ποιητής πρέπει να ακολουθεί τον δρόμο που χάραξε ο Σολωμός και ο Καβάφης· να γράφει λίγα, να είναι πολύ προσεγμένη η μορφή και να υπάρχει βάθος νοήματος». Αυτή άλλωστε η άποψη του Γιάννη Ποδιναρά ως προς την ποιητική τέχνη σχετίζεται άμεσα με τα κύρια χαρακτηριστικά της Ελληνιστικής Ποίησης (μικρές σε έκταση συνθέσεις, τελειότητα της μορφής, αποφυγή κοινοτυπίας, υπαινικτικός τόνος και λογιότητα).

Εύχομαι ολόψυχα στον Γιάννη Ποδιναρά, τον «Πνευματικό Αδελφό» και Καλό μου Φίλο, Υγεία, Ευτυχία, Εμπνεύσεις, Δημιουργικότητα και ό,τι άλλο επιθυμεί… Ευχές που ξεκινούν από την ψυχή μου, ταξιδεύουν παρέα με τα θαλασσοπούλια στη Μεσόγειο και φθάνουν στο Λατρεμένο του Νησί, την «Κύπρο της Αγάπης και του Ονείρου», το «χρυσοπράσινο φύλλο, το ριγμένο στο πέλαγος»…

Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου
*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια

από: Palmografos.com - Γιάννης Ποδιναράς. Μια Εξέχουσα Ποιητική Παρουσία από την Κύπρο... - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*